Σ' εκείνη την πλαστική καρέκλα θυμάται τον Μακαρίτη ντυμένο με το λιγδιασμένο άσπρο φανελάκι του να θρονιάζεται τα πρωινά και να την προστάζει να του σερβίρει τηγανιτά αυγά με καβουρδισμένο μπέικον. Ανακατεύονταν σαν τον κοιτούσε να καταβροχθίζει λαίμαργα και βιαστικά το πρωινό. Σαν τέλειωνε την ευχαριστούσε με το πεταχτό εκείνο χαμόγελο που φαίνονταν αστείο κάτω από τα λερωμένα μουστάκια του. Η στιγμή που τον αποχαιρετούσε όταν εκείνος έφευγε για την δουλεία με ένα στεγνό «εις το επανιδείν» κερασμένο από τα μαγκωμένα χείλη του ήταν η αγαπημένη της, μιας και καταστάλαζε το συναίσθημα αποστροφής που ένιωθε για το άξεστο προσωπείο του. Καθώς όμως οι ώρες της απουσίας του περνούσαν, που και που, εκείνη ένιωθε άδεια και μόνη και σαν τελικά τον άκουγε να γυρίζει κακόκεφος και κατάκοπος από το μεροκάματο έτρεχε στην αυλή να τον καλωσορίσει. Όταν αυτός καθόταν για να ξαποστάσει λίγο στην αγαπημένη του καρέκλα, κάτω από εκείνη την ξύλινη πέργκολα, του χάριζε ένα διστακτικό φιλί έστω και αν τις περισσότερες φόρες εκείνος την απωθούσε σχεδόν βίαια μακριά του για να χυθεί γρήγορα στο κρεβάτι και να αρχίσει το ροχαλητό του.
Τις Κυριακές όταν είχε καλό καιρό ο Κύριος Γ πήγαινε για ψάρεμα στον όρμο λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω από το σπίτι τους. Γυρίζωντας σπίτι περνούσε ατέλειωτες ώρες στη γνώριμη θέση του με ένα σταυρόλεξο στο χέρι ψάχνοντας λέξεις και γρίφους και όταν κάτι τον δυσκόλευε ρωτούσε την Κυρά του βάζοντας μια στιγμιαία παύση στη βουβαμάρα μεταξύ τους. Από εκείνη την λευκή πλαστική καρέκλα σηκώνονταν μόνο όταν βράδιαζε και δίχως κουβέντα έφευγε για το καφενείο. Σαν γύριζε, αργά την νύχτα, και πλάγιαζε δίπλα της συνήθιζε να τρίβει την τεράστια κοιλιά του πάνω στην πλάτη της σαν σε ερωτικό κάλεσμα κάποιου θηρίου στη ζούγκλα. Ύστερα έσκουζε πάνω της ωσαν πληγωμένος σκύλος και εκείνη η τσιρίδα που έβγαζε όταν τελείωνε ακούγονταν τόσο αστεία στα αυτιά της που σχεδόν ξέχναγε πόσο την ενοχλούσε η μυρωδιά του ποτού στην ασθμαίνουσα ανάσα του.
Εκείνη τη καλοκαιρινή πένθιμη μέρα που μύριζε γιασεμί και λιβάνι στην αυλή του μακαρίτη η χήρα μπορούσε ακόμα να αναγνωρίσει ανάμεσα σε τόσες μυρωδιές εκείνη του ανδρός της ποτισμένη πάνω στην πλάτη της πλαστικής καρέκλας που για πρώτη φορά αγκάλιαζε το δικό της κορμί . Εκεί καθόταν ο μακαρίτης και όταν συνέβη το κακό το προηγούμενο απομεσήμερο. Είχε μόλις τελειώσει το φαγητό του γλύφοντας τη ράχη του σαργού που είχε πιάσει στην πρωινή ψαριά αφήνοντας παραπονεμένη την γάτα που νιαούριζε εκλιπαρώντας για κάποιο κομμάτι. Ένα κόκαλο του έκλεισε τον οισοφάγο. Άρχιζε να πάλλεται ολάκερος και με δύναμη να ταλαντεύει δεξιά και αριστερά τον ίδιο και την καρέκλα του. Η κυρά του που άπλωνε τα ρούχα με γυρισμένη την πλάτη της άρχιζε να μουρμουρά δυνατά ένα νευρικό σκοπό για να καλύψει τον ήχο απο το απεγνωσμένο του κάλεσμα για βοήθεια. Γύρισε μόνο για να απολαύσει την στιγμή της καθαίρεσης από τον προσωπικό του πλαστικό θρόνο όταν πια σωριάστηκε χαμου σαν σακί και το σύριγμα την αναπνοής του έσβησε για πάντα.
Δεν είχε σουρουπώσει ακόμα όταν ένας δυνατός κρότος, που έμοιαζε με πιστολιά, ακούστηκε από μακριά . Οι λιγοστοί μαυροφορεμένοι συγγενείς στην αυλή της χήρας κίνησαν στην εξώπορτα να δουν τι συμβαίνει εκτός από την ιδία την χήρα που θεώρησε το γεγονός ασήμαντο για να την σηκώσει από την καρέκλα του άνδρα της. Είδαν λοιπόν στο βάθος ένα σύννεφο σκόνης που σκέπαζε τα πάντα ενώ στα αυτιά τους τώρα έρχονταν σχεδόν καθαρός ένας θόρυβος που έμοιαζε στην πραγματικότητα σαν ένα σύμπλεγμα δυσαρμονικών μεταξύ τους θορύβων. Δεν άργησε πολύ όμως να φανεί μπρος στα σαστισμένα μάτια τους μια παράφρων ομάδα ανθρώπων που έτρεχε προς άγνωστες κατευθύνσεις. Πριν κοπάσουν οι ψίθυροι μεταξύ τους για το τι μπορεί να συμβαίνει η γη κάτω από τα πόδια τους άρχισε να τρέμει. Τα φλιτζανάκια του καφέ αναπηδούσαν στα μικρά πιατάκια ενώ το πιάτο με τα κόλλυβα και η φωτογραφία του μακαρίτη έπεσαν από το μικρό τραπεζάκι με το άσπρο δαντελένιο τραπεζομάντιλο και τις μαύρες κορδέλες. Οι συγγενείς ενστικτωδώς πετάχτηκαν στο δρόμο και μπλέχτηκαν με το τρομαγμένο πλήθος. Τώρα μπορούσαν να διακρίνουν το τεράστιο ζώο μανιασμένο να τρέχει προς το μέρος τους ενώ κάποια περιπολικά προσπαθούσαν να το ακινητοποιήσουν. Στο διάβα του το θηρίο είχε παρασύρει σχεδόν τα πάντα. Κατέβαζε με την προβοσκίδα του βαριά κλαδιά από τα δέντρα και τα πέταγε στους αστυνομικούς ενώ με τους τεράστιους χαυλιόδοντες του αναποδογύριζε τα παρκαρισμένα αμάξια. Οι επίγειες δυνάμεις αλλά ακόμα και ο ίδιος ο θηριοδαμαστής του που το είχε από μικρό στο τσίρκο και το ήξερε όσο κανενας άλλος έμοιαζαν ανήμποροι για την ώρα να το τιθασεύσουν
Ο επιβλητικός ελέφαντας κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα της αυλής του συγχωρεμένου. Το άγριο ζώο άρχιζε να βρυχάται δυνατά και όλοι το κοιτούσαν με δέος. Σαν έσπασε με χαρακτηριστική ευκολία το φράχτη που περιστοίχιζε την αυλή, όλους τους έπιασε σύγκρυο και μεμιάς επιφωνήματα αγωνιάς απλώθηκαν στο χώρο όταν το είδαν να κατευθύνεται νωχελικά, με σταθερά και βαριά βήματα, προς εκείνη. Η χήρα δεν έκανε κάποια απεγνωσμένη κίνηση να ξεφύγει και στα μάτια όλων έδειχνε παγωμένη από τον φόβο. Μόνο εκείνη ήξερε εκείνη τη στιγμή το πόσο έτοιμη ένιωθε για να αντιμετωπίσει την επίθεση του ζώου. Και πράγματι αν κάποιος την κοιτούσε από κοντά εύκολα θα διαπίστωνε πόσο γυάλιζε τα βλέμμα της και πόσο κοφτερά έδειχναν τα νύχια της που είχαν πεταχτεί έξω από το πετσί στις άκρες των χεριών της. Ακόμα και το θεριό σάστισε για λίγο σαν αντίκρισαν τα σκοτεινά του μάτια την χήρα που έμοιαζε με αιλουροειδές σε θέση άμυνας έτοιμο να παλέψει με νύχια και με δόντια μπροστά στην απειλή αυτού του χοντρόπετσου όγκου. Σηκώθηκε στα χοντρά και μακριά του πίσω πόδια κρύβοντας τον ήλιο από την Χήρα που κρατούσε σφιχτά το μπράτσο της πλαστικής καρέκλας, ακούνητη από την θέση της. Μια σφαίρα έσκισε τον αερα και διαπέρασε με ορμή την σάρκα του και εκείνο σωριάστηκε σαν ένα οικοδόμημα που κατεδαφίζεται από ελεγχόμενη έκρηξη μπροστά στα γυμνά της πόδια γεμίζοντας με ανακούφιση όλους.
Κάποιοι σαν θα φέρνουν στην μνήμη τους εκείνη τη μέρα θα υμνούν την θεά τύχη και κάποιοι άλλοι το χέρι κάποιου αγίου που έσωσε την χήρα από βέβαιο θάνατο. Εκείνη μόνο θα την θυμάται ως την απόλυτη νίκη απέναντι σ’ ένα δυνατό αντίπαλο που διψούσε για εκδίκηση, που ζητούσε πίσω τα κεκτημένα του. Δεν ξέρει άμα η επόμενη μέρα είναι η απαρχή μια καινούργιας ζωής μα τίποτα πια στο κόσμο δεν θα μπορέσει εύκολα να την σηκώσει από αυτή την πλαστική καρέκλα του μακαρίτη.